geamikoj
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | geamikoj |
αιτιατική | geamikojn |
geamikoj (eo)
πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | geamikoj |
αιτιατική | geamikojn |
geamikoj (eo)