geofiziko
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | geofiziko | geofizikoj |
αιτιατική | geofizikon | geofizikojn |
geofiziko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | geofiziko | geofizikoj |
αιτιατική | geofizikon | geofizikojn |
geofiziko (eo)