gerontólogo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]gerontólogo (pt) < από το gerontologia < γεροντολογία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
gerontólogo | gerontólogos |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gerontólogo (pt) αρσενικό
- ο γιατρός γεροντολόγος, που έχει πτυχίο
- ο ερευνητής ή ειδικευόμενος στη γεροντολογία