gerontólogo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

gerontólogo (pt) < από το gerontologia < γεροντολογία

ενικός πληθυντικός
gerontólogo gerontólogos

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gerontólogo (pt) αρσενικό

  1. ο γιατρός γεροντολόγος, που έχει πτυχίο
  2. ο ερευνητής ή ειδικευόμενος στη γεροντολογία