γεροντολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η γεροντολόγος οι γεροντολόγοι
      γενική του/της γεροντολόγου των γεροντολόγων
    αιτιατική τον/τη γεροντολόγο τους/τις γεροντολόγους
     κλητική γεροντολόγε γεροντολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γεροντολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική gerontologist.[1] Αναλύεται σε γεροντο- + -λόγος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γεροντολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]