get-together

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: get together

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
get-together get-togethers

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

get-together (en)

  • (ανεπίσημο) η φιλική συγκέντρωση, μια άτυπη συνάντηση, ένα πάρτι
    We had a get-together a few days ago.
    Είχαμε μια φιλική συγκέντρωση προ ημερών.
    We have a get-together on Monday evenings.
    Συγκεντρωνόμαστε κάθε Δεύτερα βράδυ.

Πηγές[επεξεργασία]