get-together
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
get-together | get-togethers |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]get-together (en)
- (ανεπίσημο) η φιλική συγκέντρωση, μια άτυπη συνάντηση, ένα πάρτι
- ⮡ We had a get-together a few days ago.
- Είχαμε μια φιλική συγκέντρωση προ ημερών.
- ⮡ We have a get-together on Monday evenings.
- Συγκεντρωνόμαστε κάθε Δεύτερα βράδυ.
- ⮡ We had a get-together a few days ago.
Πηγές
[επεξεργασία]- get-together - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 830. ISBN 9780194325684., λήμμα: συγκεντρώνω, συγκέντρωση