gewiss

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

gewiss (de)

  1. σίγουρος, βέβαιος
  2. συγκεκριμένος, ορισμένος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

gewiss (de)

  • gewiss - Duden online.
  • gewiss - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).