glissant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | glissant | glissants |
θηλυκό | glissante | glissantes |
glissant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | glissant | glissants |
θηλυκό | glissante | glissantes |
glissant (fr)