glitveturilo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | glitveturilo | glitveturiloj |
αιτιατική | glitveturilon | glitveturilojn |
glitveturilo (eo)
- το έλκηθρο