goggles
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]goggles (en)
- πληθυντικός αριθμός του goggle
- γυαλιά κολύμβησης
- προστατευτικό ματιών τεχνίτη ή γενικά προστατευτικά γυαλιά
- (σκωπτικό) ματογυάλια, αστεία λέξη για τα γυαλιά συχνά σκωπτική ή μειωτική