gotta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- gotta: συναίρεση του have got to
Συγχώνευση[επεξεργασία]
gotta (en)
- (ανεπίσημο, καθομιλουμένη) συνηρημένη μορφή του have got to
- ↪ You gotta go to bed right now.
- Πρέπει να πας αμέσως για ύπνο.
- ↪ It gotta be John.
- Πρέπει να είναι ο Γιάννης.
- ↪ You gotta go to bed right now.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- → δείτε το ρήμα have to