goulu
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- goulu < goulu
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | goulu | goulus |
θηλυκό | goulue | goulues |
goulu (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | goulu | goulus |
θηλυκό | goulue | goulues |
goulu (fr)