graceful
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
graceful (en)
- γεμάτος χάρη, χαρίεις, χαριτωμένος
- (πληροφορική) ομαλός, που γίνεται σταδιακά