grain de beauté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
grain de beauté | grains de beauté |
grain de beauté (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
grain de beauté | grains de beauté |
grain de beauté (fr) αρσενικό