grandeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]grandeur (en)
- το μεγαλείο, η μεγαλοπρέπεια
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
grandeur | grandeurs |
grandeur (fr) θηλυκό
- το μέγεθος
- το μεγαλείο
- η μεγαλοπρέπεια