Μετάβαση στο περιεχόμενο

grandeur

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

grandeur (en)

  1. το μεγαλείο, η μεγαλοπρέπεια



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
grandeur grandeurs

grandeur (fr) θηλυκό

  1. το μέγεθος
  2. το μεγαλείο
  3. η μεγαλοπρέπεια