grassouillet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | grassouillet | grassouillets |
θηλυκό | grassouillette | grassouillettes |
Επίθετο
[επεξεργασία]grassouillet (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | grassouillet | grassouillets |
θηλυκό | grassouillette | grassouillettes |
grassouillet (fr)