grisâtrement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

grisâtrement < grisâtre

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
grisâtrement grisâtrements

grisâtrement (fr) αρσενικό

  1. (σπάνιο) το να γίνει κάτι γκριζωπό, σταχτερό

Επίρρημα[επεξεργασία]

grisâtrement (fr)

  1. (σπάνιο) γκριζωπά