grisâtrement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- grisâtrement < grisâtre
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
grisâtrement | grisâtrements |
grisâtrement (fr) αρσενικό
Επίρρημα[επεξεργασία]
grisâtrement (fr)