grisâtre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
grisâtre < gris + -âtre

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
grisâtre grisâtres

grisâtre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]