guedin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

guedin < verlan του dingue

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɡœ.dɛ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
guedin guedins

guedin (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (verlan) θεότρελος, ατρόμητος
    ce mec, comment c'est un guedin ! - αυτός ο τύπος είναι θεότρελος, δεν φοβάται τίποτα!
  2. (verlan) (κατ’ επέκταση) αξιοκαταφρόνητος