hâlâ
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
- hâlâ < κληρονομημένο από την οθωμανική τουρκική حالا (hala) < αραβική حالا (ḥālan).
- ΔΦΑ : /haːˈlaː/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : hâ‐lâ
hâlâ (tr)
- ακόμη, εκφράζει τη συνέχεια κάποιου πράγματος, κάτι που συνεχίζει κάποιος να κάνει, που δεν το έχει σταματήσει ή δεν το έχει ολοκληρώσει
- ≈ συνώνυμα: hâlen
- ⮡ Hâlâ ödevini yapıyor, bitirince seni arar.
- Ακόμη γράφει την εργασία του, θα σου τηλεφωνήσει μόλις τελειώσει.
- ακόμη, δηλώνει ότι κάτι δεν έγινε ενώ αναμενόταν να είχε γίνει
- ≈ συνώνυμα: daha, hâlen, henüz
- ⮡ Kitabı ona hâlâ geri vermedin mi?
- Ακόμη δεν της έδωσες πίσω το βιβλίο;