hala

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: hâlâ

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

hala (pl) θηλυκό

  1. η μεγάλη αίθουσα
     συνώνυμα: sala
  2. κτήριο που περιέχει σαν κύριο χώρο μία μεγάλη αίθουσα
  3. βοσκότοπος

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]



Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

hala < κληρονομημένο από την οθωμανική τουρκική خاله (hala) < αραβική خالة (ḵāla).

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /hɑˈɫɑ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ha‐la

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

hala (tr)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]