héliporté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.li.pɔʁ.te/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | héliporté | héliportés |
θηλυκό | héliportée | héliportées |
héliporté (fr) αρσενικό
- μεταφερόμενος με ελικόπτερο
- πραγματοποιούμενος χάρη σε ελικόπτερο