héméralopie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- héméralopie < (λόγιο δάνειο) νεολατινική hemeralopia < αρχαία ελληνική ἡμεράλωψ < ἡμέρα + ἀλαός + ὤψ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
héméralopie (fr)