hématome
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hématome | hématomes |
hématome (fr) αρσενικό
- το αιμάτωμα
ενικός | πληθυντικός |
hématome | hématomes |
hématome (fr) αρσενικό