hémisphère
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hémisphère | hémisphères |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- hémisphère < hemispere < λατινική hemispherium < αρχαία ελληνική ἡμισφαίριον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hémisphère (fr) αρσενικό
- (γεωμετρία, γεωγραφία) το ημισφαίριο