hanno
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
hanno (it)
- γ΄ πρόσωπο πληθυντικού οριστικής ενεστώτα του avere
- ↪ lui hanno un segreto - (αυτός) έχει ένα μυστικό