Μετάβαση στο περιεχόμενο

harpon

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
harpon harpons

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

harpon (fr) αρσενικό



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

harpon (eo)