have had enough
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
have had enough (en)
- (ιδιωματισμός) μπουχτίζω, χρησιμοποιείται όταν κάτι ή κάποιος με ενοχλεί και δεν θέλω πια να το κάνω, να το έχω ή να το δω
- ↪ I have had enough of this music.
- Τη μπούχτισα αυτή τη μουσική.
- ↪ I’ve had enough of eating/of listening to the same old things.
- Μπούχτισα να τρώω/να ακούω τα ίδια και τα ίδια.
- ↪ I have had enough of this music.