headfirst
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
headfirst (en) (χωρίς παραθετικά)
- με το κεφάλι
- ↪ He got tangled up in the ropes and fell headfirst.
- Μπερδεύτηκε στα σκοινιά κι έπεσε με το κεφάλι.
- ↪ He got tangled up in the ropes and fell headfirst.