heal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
heal (en)
- (μεταβατικό) θεραπεύω
- (αμετάβατο) θεραπεύομαι, γιαίνω, γίνομαι καλά