heiß

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /haɪ̯s/
 
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

heiß (de)

  1. πολύ ζεστός
  2. καυτός
  3. διακαής
  4. σφοδρός
  5. θερμός

Αντώνυμα

[επεξεργασία]