hektaro
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hektaro | hektaroj |
αιτιατική | hektaron | hektarojn |
hektaro (eo)
- το εκτάριο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hektaro | hektaroj |
αιτιατική | hektaron | hektarojn |
hektaro (eo)