herbivore
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]herbivore (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
herbivore | herbivores |
herbivore (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
herbivore | herbivores |
herbivore (fr) αρσενικό
- το φυτοφάγο ζώο