hiérarchie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʔje.ʁaʁ.ʃi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hiérarchie hiérarchies

hiérarchie (fr) θηλυκό