hiérarchie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʔje.ʁaʁ.ʃi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hiérarchie | hiérarchies |
hiérarchie (fr) θηλυκό
- η ιεραρχία
ενικός | πληθυντικός |
hiérarchie | hiérarchies |
hiérarchie (fr) θηλυκό