hijack

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας hijack
γ΄ ενικό ενεστώτα hijacks
αόριστος hijacked
παθητική μετοχή hijacked
ενεργητική μετοχή hijacking

Ετυμολογία [επεξεργασία]

hijack < συμφυρμός των highway + jacker [1]

Ρήμα[επεξεργασία]

hijack (en)

  1. κάνω αεροπειρατεία
  2. (μεταφορικά) παρεισφρέω σε σύστημα για να το επηρεάσω

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. hijack - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)