hipertensio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- hipertensio < hipertensi- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hipertensio | hipertensioj |
αιτιατική | hipertension | hipertensiojn |
hipertensio (eo)
- η υπέρταση