historicité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /is.tɔ.ʁi.si.te/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
historicité | historicités |
historicité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
historicité | historicités |
historicité (fr) θηλυκό