homme à tout faire
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
homme à tout faire | hommes à tout faire |
homme à tout faire (fr) αρσενικό
- άνθρωπος για όλες τις δουλειές, χωρίς εξειδίκευση