homme à tout faire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
homme à tout faire | hommes à tout faire |
homme à tout faire (fr) αρσενικό
- άνθρωπος για όλες τις δουλειές, χωρίς εξειδίκευση