horizon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
horizon | horizons |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
horizon (en)
- (μόνο ενικός) ο ορίζοντας, η νοητή γραμμή που χωρίζει τον ουρανό από τη γη στο οπτικό πεδίο του παρατηρητή
- ↪ We could see a glow on the horizon.
- Βλέπαμε στον ορίζοντα μια ανταύγεια.
- ↪ Do you see that ship on the horizon?
- Βλέπεις αυτό το πλοίο στο βάθος του ορίζοντα;
- ↪ We could see a glow on the horizon.
- ο ορίζοντας, τα όρια των επιθυμιών, των γνώσεων ή των ενδιαφερόντων κάποιου
- ↪ The television opened new horizons in information.
- Η τηλεόραση άνοιξε νέους ορίζοντες στην πληροφόρηση.
- ↪ The television opened new horizons in information.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
horizon | horizons |
horizon (fr) αρσενικό