hors-d'œuvre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hors-d'œuvre (fr) αρσενικό (ενικός και πληθυντικός)
- (γαστρονομία) το / τα ορντέβρ, το ορεκτικό