hors-d'œuvre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: hors d'oeuvre

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

hors-d'œuvre < hors (εκτός) + de (από) + œuvre (έργο, εργασία)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʔɔʁ.dœːvʁ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

hors-d'œuvre (fr) αρσενικό (ενικός και πληθυντικός)