hors-sol

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
hors-sol hors-sol

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

hors-sol (fr) αρσενικό

  1. είδος κτηνοτροφίας όπου τα ζώα δεν τρέφονται με προϊόντα του ίδιου αγροκτήματος
  2. που δε στηρίζεται στην πραγματικότητα