hourly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
hourly (en)
- ωριαίος (που γίνεται ανά μία ώρα)
- συχνός
- που δεν πληρώνεται με μισθό αλλά με την ώρα
- an hourly worker
Επίρρημα[επεξεργασία]
hourly (en)