housewife

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
housewife housewives

Ετυμολογία [επεξεργασία]

housewife < house + wife

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

housewife (en) ή (αρσενικό househusband)