hurt
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | hurt |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hurts |
αόριστος | hurt |
παθητική μετοχή | hurt |
ενεργητική μετοχή | hurting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
[επεξεργασία]hurt (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) πληγώνω
- ⮡ Ten passengers were hurt.
- Πληγώθηκαν δέκα επιβάτες.
- ⮡ Ten passengers were hurt.
- (αμετάβατο) πονάω, νιώθω πόνο
- ⮡ My chest hurts, doctor.
- Πονάει το στήθος μου, γιατρέ.
- ⮡ My head hurts.
- Με πονάει το κεφάλι μου.
- ⮡ My chest hurts, doctor.