hurt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | hurt |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hurts |
αόριστος | hurt |
παθητική μετοχή | hurt |
ενεργητική μετοχή | hurting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα[επεξεργασία]
hurt (en)