Μετάβαση στο περιεχόμενο

hypocrite

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
hypocrite hypocrites

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hypocrite (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hypocrite hypocrites

hypocrite (fr)

un homme très hypocrite - ένας πολύ υποκριτικός άνθρωπος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hypocrite hypocrites

hypocrite (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]