hypocrite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hypocrite | hypocrites |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hypocrite (en)
- o υποκριτής, η υποκρίτρια
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hypocrite | hypocrites |
hypocrite (fr)
- un homme très hypocrite - ένας πολύ υποκριτικός άνθρωπος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hypocrite | hypocrites |
hypocrite (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο υποκριτής, η υποκρίτρια