hypocrite
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
hypocrite | hypocrites |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hypocrite (en)
- o υποκριτής, η υποκρίτρια
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
hypocrite | hypocrites |
hypocrite (fr)
- un homme très hypocrite - ένας πολύ υποκριτικός άνθρωπος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
hypocrite | hypocrites |
hypocrite (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο υποκριτής, η υποκρίτρια