ijo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εβραιοϊσπανικά (lad)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ijo | ijos |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈi.ʒɔ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : i‐jo
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ijo αρσενικό (θηλυκό ija)
- (οικογένεια) ο γιος