Μετάβαση στο περιεχόμενο

immobile

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
immobile < im- + mobile

Επίθετο

[επεξεργασία]

immobile (en)

  1. ακίνητος, που δεν κινείται
      The broken leg must remain immobile.
    Το σπασμένο πόδι πρέπει να παραμείνει ακίνητο.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη stationary
  2. ακίνητος, που δεν μπορεί να κινηθεί
      The sick man remained immobile in his bed for a month.
    Ο άρρωστος έμεινε ακίνητος στο κρεβάτι ένα μήνα.
     συνώνυμα:  fixed, immovable και unmovable



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
immobile immobiles

immobile (fr) αρσενικό ή θηλυκό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
immobile < λατινική immobilis

προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
immobile immobili

immobile (it)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

immobile (it)