immutability
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- immutability < immutable
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]immutability (en)
- το αμετάβλητο, η έλλειψη μεταβολής, η σταθερότητα, η ακινησία
immutability (en)