σταθερότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σταθερότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σταθερότης (αιτιατιτική σταθερότητα) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική stabilité[1] Δείτε και ἵστημι.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sta.θeˈɾo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στα‐θε‐ρό‐τη‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σταθερότητα θηλυκό
- ιδιότητα αυτού που είναι σταθερός:
- που δεν μεταβάλλεται εύκολα
- ↪ Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ασχολείται με την σταθερότητα των τιμών.
- χημική σταθερότητα
- που παραμένει στην ίδια θέση ή στην ίδια (συνήθως επιθυμητή) κατάσταση
- ↪ Η καλή θεμελίωση συμβάλλει στη σταθερότητα των τοίχων.
- ↪ απειλείται η σταθερότητα της οικονομίας
- που δεν μεταβάλλεται εύκολα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- αποσταθεροποίηση
- ασταθής
- ευστάθεια
- η σταθερά (επιστημονικός όρος)
- σταθεροποίηση
- → και δείτε τη λέξη σταθερός
επίσης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ σταθερότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
σταθερότητα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)