Μετάβαση στο περιεχόμενο

impinge

Από Βικιλεξικό

impinge (en) on

  1. θίγω, πλήττω, επηρεάζω αρνητικά
  2. επηρεάζω, έχω επιπτώσεις σε κάτι, έχω αντίκτυπο σε κάτι

Συνώνυμα

[επεξεργασία]