implant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- implant < μέση γαλλική implanter < λατινική implanto
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
implant | implants |
implant (fr) αρσενικό
- το εμφύτευμα